- αμφιθόωκος
- ἀμφιθόωκος, -ον (Α) [θῶκος]αυτός που βρίσκεται γύρω από τον θώκο, τον θρόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + θόωκος (< θόοκος)ασυναίρετος τύπος τού θᾶκος, θῶκος με έκταση (διέκταση) του φωνήεντος τής δεύτερης συλλαβής].
Dictionary of Greek. 2013.